- Πόσσ'
- Πόσσι , Πόσσιςhusbandfem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποσσ' — ποσσί , πούς foot masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόσσ' — πόσσι , πόσις 1 husband masc voc sg πόσσα , πόσος of what quantity? neut nom/voc/acc pl (epic) πόσσε , πόσος of what quantity? masc voc sg (epic) πόσσαι , πόσος of what quantity? fem nom/voc pl (epic) πόσσᾱͅ , πόσος of what quantity? fem dat sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste griechischer Phrasen/My — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη … Deutsch Wikipedia
Metanoeite — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη … Deutsch Wikipedia
Störe meine Kreise nicht! — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη … Deutsch Wikipedia
MUGIENS Littera Quintiliano — l. 12. c. 10. dicitur litera M. communicum bobus epithetô, de quibus Horat. Epod. Od. 2. v. 11. Aut in reducta valle mugientium Prospectat errantes boves. Et Homer. Il. v. v. 497. βοῶν ὑπὸ ποσσ᾿ ἐριμύκων. Nempe litera haec omnium optime boum… … Hofmann J. Lexicon universale
ερίμυκος — ἐρίμυκος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που μουγκρίζει δυνατά («βοῶν ύπό πόσσ’ ἐριμύκων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + μυκος (< μυκώμαι «μουγκρίζω»)] … Dictionary of Greek
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek